ταμάχι

ταμάχι
το
-ιού, και νταμάχι, το -ιού (λ. αραβ.), πλεονεξία, απληστία: Το πολύ ταμάχι χαλάει το στομάχι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταμάχι — το, Ν 1. απληστία, πλεονεξία 2. παροιμ. «το πολύ ταμάχι χαλάει το στομάχι» δηλώνει ότι η απληστία είναι βλαβερή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tamah] …   Dictionary of Greek

  • ταμαχιάζω — Ν [ταμάχι] γίνομαι πλεονέκτης, άπληστος …   Dictionary of Greek

  • πλεονεξία — η το γνώρισμα του πλεονέκτη, απληστία, φιλαργυρία, ταμάχι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταμαχιάρης, -α, -ικο — και νταμαχιάρης, α, ικο αυτός που έχει πολύ ταμάχι (βλ. λ.), πλεονέκτης: Ταμαχιάρικο παιδί, θ αρρωστήσει απ το φαΐ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”